αφωνία

αφωνία
[афония] ουσ θ немота.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αφωνία" в других словарях:

  • ἀφωνία — ἀφωνίᾱ , ἀφωνία speechlessness fem nom/voc/acc dual ἀφωνίᾱ , ἀφωνία speechlessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφωνίᾳ — ἀφωνίαι , ἀφωνία speechlessness fem nom/voc pl ἀφωνίᾱͅ , ἀφωνία speechlessness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφωνία — Ανικανότητα εκφοράς ήχου, και συνεπώς πλήρης απώλεια της φωνής, που είναι αποτέλεσμα οξείας ή χρόνιας φλεγμονής ή όγκων του λάρυγγα, ιδιαίτερα στην περιοχή των φωνητικών χορδών. Η α. μπορεί να είναι και νευρικής φύσης, η οποία οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • αφωνία — η (ιατρ.), χάσιμο της φωνής παροδικό ή μόνιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφωνίας — ἀφωνίᾱς , ἀφωνία speechlessness fem acc pl ἀφωνίᾱς , ἀφωνία speechlessness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφωνίαι — ἀφωνία speechlessness fem nom/voc pl ἀφωνίᾱͅ , ἀφωνία speechlessness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφωνίαν — ἀφωνίᾱν , ἀφωνία speechlessness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφωνιῶν — ἀφωνία speechlessness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφωνίαις — ἀφωνία speechlessness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφωνίη — ἀφωνία speechlessness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφωνίης — ἀφωνία speechlessness fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»